- όγμος
- ὄγμος και δ. γρφ. ὦγμος, ὁ (Α)1. γραμμή, ιδίως αυλάκι ανοιγμένο σε αγρό από άροτρο2. λωρίδα καλλιεργημένου αγρού3. το έργο τών θεριστών που γίνεται κατά σειρές, η σειρά που κάνει ο θεριστής («δράγματα δ' ἄλλα μετ' ὄγμον... πῑπτον», Ομ. Ιλ.)4. (για ουράνια σώματα) τροχιά, πορεία, κύκλος5. φρ. α) «ὄγμος ὀδόντων» — οδοντοστοιχίαβ) «ὄγμος κακοῡ... γήραος» — ρυτιδιασμένα γηρατειά.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὄγ-μος ανάγεται, κατά την επικρατέστερη άποψη, στην ετεροιωμένη βαθμίδα του θέματος αγ- τού ἄγω* (πρβλ. ὄγκος [II], ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας αγκ-, ὄκρις, ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας ακ-) και αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. ajma- «δρόμος» (πρβλ. και αρχ. ινδ. yāna- «πορεία, βάδισμα»). Κατ' άλλη άποψη, η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο *ὄκμος και συνδέεται με χετιττ. akkala «αυλάκι»].
Dictionary of Greek. 2013.